φταρμός

φταρμός
(I)
ο, Ν
φτάρμισμα, βασκανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός, με σίγηση τού αρκτικού ο-, τροπή τού συμπλέγματος –φθ σε -φτ- (πρβλ. φθάνω: φτάνω) και ανομοιωτική τροπή τού -λ- σε -ρ- (πρβλ. αρμυρός < αλμυρός), βλ. και λ. φταρμίζω].
————————
(II)
ο, Ν
βλ. πταρμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φταρμός — ο 1. φτάρμισμα (βλ. λ.). 2. φτάρνισμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πταρμός — ο, ΝΑ, και φταρμός Ν [πτάρνυμαι] αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου τής μύτης και τού στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”